- κομώσῃ
- κομάωlet the hair grow longpres part act fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ντορόμπο — Ομάδα αφρικανικών φυλών που ζουν στην Ουγκάντα και στην Τανζανία, θεωρούνται ιθαγενείς των περιοχών αυτών αν και παλαιότερα μερικοί υποστήριζαν ότι προέρχονται από την Κένυα. Φυλετικά έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους Σομαλούς και τους Αιθίοπες … Dictionary of Greek